- στραβαλός
- στραβαλός· ὁ στρογγυλίας καὶ τετράγωνος ἄνθρωπος ([place name] Achaean), Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στραβαλός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ στρογγυλίας καὶ τετράγωνος ἄνθρωπος». [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ τού στρεβ λός* + επίθημα αλός (πρβλ. ὁμ αλός)] … Dictionary of Greek
στραβαλοκόμας — ὁ, Α σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβαλός + κόμας (< κόμη), πρβλ. χρυσο κόμης] … Dictionary of Greek
στρογγυλίας — Α (κατά τον Ησύχ.) «στραβαλός». [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + επίθημα ίας (πρβλ. μυωπ ίας)] … Dictionary of Greek